λαχανικός

λαχανικός
-ή, -ό (Α λαχανικός, -ή, -όν) [λάχανον]
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαχανικά
τα χορταρικά που χρησιμοποιούνται στη διατροφή τού ανθρώπου, ιδίως τα κηπευτικά, ζαρζαβατικά
αρχ.
1. λαχανηρός*
2. (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) τὸ λαχανικὸν ή ἡ λαχανική
πιθ. φόρος που επιβαλλόταν στους λαχανοπώλες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαχανικά — λαχανικός tax on market gardeners neut nom/voc/acc pl λαχανικά̱ , λαχανικός tax on market gardeners fem nom/voc/acc dual λαχανικά̱ , λαχανικός tax on market gardeners fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχανικῶν — λαχανικός tax on market gardeners fem gen pl λαχανικός tax on market gardeners masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχανικοῦ — λαχανικός tax on market gardeners masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχανικῷ — λαχανικός tax on market gardeners masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

  • λαχανικά — τα βλ. λαχανικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”