- λαχανικός
- -ή, -ό (Α λαχανικός, -ή, -όν) [λάχανον]νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαχανικάτα χορταρικά που χρησιμοποιούνται στη διατροφή τού ανθρώπου, ιδίως τα κηπευτικά, ζαρζαβατικάαρχ.1. λαχανηρός*2. (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) τὸ λαχανικὸν ή ἡ λαχανικήπιθ. φόρος που επιβαλλόταν στους λαχανοπώλες.
Dictionary of Greek. 2013.